προσνωμώ

προσνωμώ
-άω, Α
1. (γενικά) πλησιάζω
2. (ειδικά) (σχετικά με νερό) φέρνω στα χείλη μου, βάζω στο στόμα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + νωμῶ «κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση, χειρίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”